Κληρονομιά της πανδημίας αλλά και των περιορισμών που υπαγόρευσε η ανάσχεσή της σε μετακινήσεις, συμπεριλαμβανομένης της μετανάστευσης, η έλλειψη εργατικών χεριών σε τομείς ζωτικούς για την οικονομική ανάπτυξη αποτελεί παγκόσμια πραγματικότητα. Ενώ η ανεργία δεν έχει πάψει να προβληματίζει τις μεγάλες οικονομίες, την ίδια στιγμή εκατομμύρια θέσεις εργασίας παραμένουν κενές και οι εργοδότες αγωνίζονται να βρουν είτε το κατάλληλης εξειδίκευσης προσωπικό είτε απλώς να βρουν προσωπικό. Στην Ευρώπη τα τελευταία στοιχεία φέρουν τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να αγωνίζονται κυριολεκτικά για να καλύψουν 1,2 εκατ. κενές θέσεις εργασίας σε διάφορους κλάδους, με κυριότερο τον τουρισμό που δέχθηκε καίριο πλήγμα από την πανδημία, αλλά και σε τομείς όπως η μηχανολογία, το λογισμικό, τα logistics και η υψηλή τεχνολογία. Οι ελλείψεις είναι η συνισταμένη παραγόντων που μαστίζουν τις ευρωπαϊκές οικονομίες επί χρόνια, όπως για παράδειγμα η γήρανση του πληθυσμού, ενώ είναι σαφές πως καθοριστικός ήταν ο ρόλος της πανδημίας.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ενωση Ενώσεων Εργαζομένων στους Τομείς Τροφίμων και Τουρισμού (EFFAT), η απασχόληση στους τομείς των ταξιδιών και του τουρισμού στην Ευρώπη μειώθηκε κατά 9,3%, που σημαίνει κατά 3,6 εκατ. θέσεις εργασίας. Το πλήγμα είναι ισχυρό για τους δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς του ευρωπαϊκού Νότου αλλά και για τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Στην Ελλάδα οι εγχώριοι τουριστικοί φορείς κάνουν λόγο για ελλείψεις τουλάχιστον 50.000 εργαζομένων στον κλάδο, ενώ με βάση τα στοιχεία του Παγκόσμιου Συμβουλίου Τουρισμού και Ταξιδιών (WTTC) συνολικά στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, συμπεριλαμβανομένης της χώρας μας, οι ελλείψεις ξεπέρασαν τις 700.000.
Στην Ισπανία ο κλάδος έχασε σχεδόν το 20% του συνόλου των εργαζομένων, αλλά το πρόβλημα είναι εξίσου σοβαρό και για τις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά. Αυστρία και Βέλγιο έχασαν συνολικά το 50% των εργαζομένων στον κλάδο του τουρισμού, ενώ η Γερμανία αναφέρει ότι στη διάρκεια της πανδημίας έμεινε κενή μία στις τέσσερις θέσεις εργασίας στον κλάδο. Επιπλέον, η Ισπανία αναφέρει ότι έχει έλλειψη 200.000 εργαζομένων στον τομέα του κέτερινγκ και η Πορτογαλία ότι χρειάζεται τουλάχιστον 15.000 υπαλλήλους σε ξενοδοχεία. Οι ελλείψεις στον τομέα των ταξιδιών και ειδικότερα των αεροπορικών εταιρειών έγιναν, άλλωστε, αισθητές τις τελευταίες εβδομάδες με το χάος που επικράτησε στα μεγαλύτερα αεροδρόμια των πλέον τουριστικών πόλεων της Ευρώπης, με τις αεροπορικές εταιρείες να ακυρώνουν πτήσεις ακριβώς την ώρα που οι Ευρωπαίοι θέλουν να ταξιδέψουν περισσότερο από ποτέ έπειτα από δύο χρόνια περιορισμών. Το πρόβλημα είναι οξύτατο σε ό,τι αφορά τις ελλείψεις πιλότων που παραιτήθηκαν μαζικά στη διάρκεια των lockdowns, όταν τα αεροσκάφη παρέμεναν καθηλωμένα στο έδαφος. Τόσο οι πιλότοι όσο και γενικότερα οι εργαζόμενοι ως ιπτάμενο προσωπικό αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το επάγγελμα και να αναζητήσουν αλλού την τύχη τους. Ηταν, άλλωστε, μια κατηγορία εργαζομένων με υπερβολικά ωράρια και μισθούς συχνά όχι ικανοποιητικούς, που σε παγκόσμιο επίπεδο έχασε 2,3 εκατ. εργαζομένους στη διάρκεια της πανδημίας.
Ανεπάρκεια εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού και στη βαριά βιομηχανία – Χρειάζεται χιλιάδες εργαζομένους η Γερμανία.
Οι ελλείψεις δεν περιορίζονται, πάντως, στον τομέα του τουρισμού και των ταξιδιών, καθώς η Ευρώπη αντιμετωπίζει ανεπάρκεια εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού σε τομείς όπως η μηχανολογία και γενικότερα πολλές ειδικότητες αναγκαίες στην αυτοκινητοβιομηχανία και τη βαριά βιομηχανία. Την Τετάρτη, η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία, η Γερμανία, ανακοίνωσε ότι θα διευκολύνει 130.000 ξένους να νομιμοποιήσουν το καθεστώς τους στη χώρα. Δεδομένου ότι αντιμετωπίζει πρωτοφανείς ελλείψεις προσωπικού αλλά και εξίσου πρωτοφανή αιτήματα για αυξήσεις μισθών, το Βερολίνο ανακοίνωσε επίσης ότι θα δώσει πρόσθετα κίνητρα για να προσελκύσει εξειδικευμένο προσωπικό από το εξωτερικό. Η ατμομηχανή της ευρωπαϊκής οικονομίας έχει ανακοινώσει εδώ και μήνες, από τα τέλη του περασμένου έτους, ότι χρειάζεται οπωσδήποτε 400.000 εργαζομένους. Η βιομηχανία εξαρτημάτων αυτοκινήτων Continental έχει επανειλημμένως ασκήσει πιέσεις στη γερμανική κυβέρνηση ζητώντας να υιοθετήσει διαδικασίες που θα διευκολύνουν την είσοδο εξειδικευμένων εργατών στη χώρα. Εχει μάλιστα τονίσει ότι χρειάζεται τουλάχιστον 2.500 καινούργιους εργαζομένους κάθε χρόνο και κυρίως στους τομείς του λογισμικού και των logistics.
Επιχειρώντας να διευκολύνει την ανεύρεση λύσεων στο πρόβλημα των εκτεταμένων ελλείψεων εργαζομένων, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (EESC) ανέλαβε την περασμένη εβδομάδα την πρωτοβουλία να φέρει σε επαφή εκπροσώπους των θεσμών της Ε.Ε., της Ευρωπαϊκής Αρχής Εργασίας, ακαδημαϊκούς και κοινωνικές οργανώσεις. Ζητούμενο της πρωτοβουλίας είναι να αντιμετωπισθούν καίρια ζητήματα που περιορίζουν την κινητικότητα των εργαζομένων στην Ε.Ε., καθώς η εν λόγω επιτροπή εκτιμά πως η μεγαλύτερη κινητικότητα μπορεί να αποτελέσει τη λύση στις ελλείψεις προσωπικού. Επισημαίνει, ωστόσο, ότι υπάρχουν μείζονα εμπόδια όπως η έλλειψη συντονισμού ανάμεσα στα κράτη-μέλη σε ό,τι αφορά την κοινωνική ασφάλιση.
Ούτε δουλεύουν ούτε αναζητούν εργασία 2,6 εκατομμύρια Ιταλοί
Στην Ιταλία, περίπου 2,6 εκατομμύρια Ιταλοί θα μπορούσαν να αναζητούν εργασία αλλά ούτε αναζητούν ούτε εργάζονται. Και όλα δείχνουν πως το δημογραφικό πρόβλημα της γειτονικής χώρας πρόκειται να επιδεινώσει περαιτέρω το πρόβλημα έλλειψης εργαζομένων. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, ο αριθμός των Ιταλών σε ηλικίες ανάμεσα στα 15 και τα 64 έτη θα μειωθεί κατά 5 εκατομμύρια άτομα μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια. Και πολλοί από αυτούς που θα βρίσκονται σε αυτό το ηλικιακό φάσμα θα ζουν στον υποβαθμισμένο Νότο.
Πρόβλημα έλλειψης εργατικού δυναμικού αντιμετωπίζουν και άλλες χώρες στη διάρκεια της πανδημίας. Η Ιταλία, ωστόσο, αντιμετωπίζει ιδιαίτερα διαρθρωτικά προβλήματα. Σύμφωνα με τη Ροζαμαρία Μπιτέτι, οικονομολόγο και λέκτορα στο Πανεπιστήμιο Λούις της Ρώμης, πρώτα απ’ όλα οι Ιταλοί έχουν την τάση να διανύουν περισσότερα χρόνια από τη ζωή τους σπουδάζοντας και χωρίς να εργάζονται. Η ίδια αποδίδει το πρόβλημα εν μέρει στο γεγονός ότι το εκπαιδευτικό και το πανεπιστημιακό σύστημα της χώρας ενθαρρύνουν αυτή τη μακροχρόνια φοίτηση.
Παράλληλα, όμως, εξίσου σοβαροί παράγοντες είναι η έλλειψη επαρκών υπηρεσιών για τη φροντίδα των παιδιών, που κρατάει πολλές γυναίκες μακριά από την αγορά εργασίας, αλλά και η συνεχής γήρανση του πληθυσμού, που βασίζεται όλο και περισσότερο στους νεότερους για φροντίδα.
Η εικόνα της ιταλικής αγοράς εργασίας στοιχειοθετεί, έτσι, ένα παράδοξο. Η χώρα έχει διεθνή ακτινοβολία για τη μόδα της, την κουζίνα της και τα σπορ αμάξια της, και λίγες μπορούν να ανταγωνιστούν τη γοητεία της σε τέτοιους τομείς όταν πρόκειται για προώθηση των προϊόντων της στο εξωτερικό. Προκύπτει, όμως, πως δεν μπορεί να γοητεύσει αρκετά τους ίδιους τους Ιταλούς και δυσκολεύεται πάρα πολύ να τους πείσει για τα θέλγητρα της ίδιας της οικονομίας της.
Πολιτικοί, υψηλόβαθμα στελέχη της κεντρικής τράπεζας, αλλά και προβεβλημένοι ακαδημαϊκοί της χώρας υπογραμμίζουν συστηματικά ότι η παγκόσμια πρωτεύουσα του στυλ δεν θα μπορέσει ποτέ να επιτρέψει στην οικονομία της να αναπτύξει το πλήρες δυναμικό της όσο δεν κατορθώνει να πείσει τους ίδιους τους πολίτες της να αναζητήσουν εργασία. Το θέμα έχει απασχολήσει προσφάτως τηλεοπτικές εκπομπές και σε μία από αυτές βρέθηκε καλεσμένος ο διοικητής της Τράπεζας της Ιταλίας, Ιγνάτζιο Βίσκο, ο οποίος κλήθηκε να εξηγήσει για ποιο λόγο η χώρα του έχει ένα από τα μικρότερα ποσοστά στην Ευρώπη σε ό,τι αφορά την ένταξη και τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας. Και βέβαια αυτό σημαίνει πως η οικονομία της Ιταλίας δεν θα μπορέσει να αναπτυχθεί όσο παραμένει αδρανές ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού της.
Το χειρότερο είναι πως ο οικονομολόγος Νουριέλ Ρουμπινί, που έχει γίνει γνωστός ως ο κύριος Ολεθρος για τις δυσοίωνες προβλέψεις του και ειδικότερα επειδή προέβλεψε την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, μιλάει για ύφεση. Ο εν λόγω οικονομολόγος έχει προειδοποιήσει πως οι οικονομίες των ΗΠΑ, Βρετανίας, Ευρωζώνης, δηλαδή και της Ιταλίας, όπως και άλλων ανεπτυγμένων οικονομιών, δεν έχουν παρά ελάχιστες πιθανότητες να διαφύγουν την ύφεση. Σε πρόσφατη ομιλία του σε οικονομικό φόρουμ στο Κατάρ, ο κ. Ρουμπινί τόνισε πως ο συνδυασμός του πολέμου στην Ουκρανία, του πληθωρισμού και της πολιτικής του Πεκίνου για μηδενική ανοχή στον κορωνοϊό πλήττει καίρια τις εφοδιαστικές αλυσίδες και δημιουργεί μια κατάσταση «που μοιάζει με εκείνη των κρίσεων που εκδηλώθηκαν τη δεκαετία του 1970».